πανάρετος

πανάρετος
I
Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου. Πολλοί φοιτητές της εποχής του τον διακωμώδησαν για την ισχνότητα του σώματός του.
II
Όνομα 4 Ελλήνων ιερωμένων.
1. Επίσκοπος Πάφου, που ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου.
2. Ματθαίος Άγγελος. Αντιρρητικός θεολόγος του 13ου αι., σφοδρός αντίπαλος της ενωτικής κίνησης του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Παλαιολόγου (1261-83). Έγραψε 20 πραγματείες εναντίον των Λατίνων.
3. Aρχιεπίσκοπος Kύπρου (1827 – 1840), πρώην μητροπολίτης Πάφου. Εργάστηκε με δραστηριότητα για την εξάπλωση της παιδείας στην Κύπρο και τη βελτίωση των οικονομικών. Όταν η τουρκική κυβέρνηση του αφαίρεσε το αρχιερατικό αξίωμα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο.
4. Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας (1831 – περ. 1895). Γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Το 1878 διορίστηκε υφηγητής της παθολογίας στο Πανεπιστήμιο τη Αθήνας. Χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας το 1882 και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον θάνατό του. Έγραψε Ιστορία της Εκκλησίας των Αθηνών από το 52 -1882, έργο με πολλά ιστορικά στοιχεία.
* * *
πανάρετος, -ον (Α)
1. καθ' όλα ενάρετος
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πανάρετος
ονομασία τών βιβλίων Σοφίας Σολομώντος και Σοφίας Σειράχ
3. φρ. «ἡ πανάρετος σοφία» — ονομασία τού Βιβλίου τών Παροιμιών.
επίρρ...
παναρέτως (Α)
με πολύ ενάρετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀρετή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πανάρετος — model of all virtue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάρετος — model of all virtue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανάρετος, Μιχαήλ — Βυζαντινός χρονικογράφος. Για τη ζωή του οι ειδήσεις είναι ανεπαρκείς· ήταν πάντως αξιωματούχος (πρωτοσέβαστος και πρωτονοτάριος) στην αυλή των Κομνηνών της Τραπεζούντας μεταξύ των ετών περ. 1350 και 1390. Το χρονικό του επιγράφεται: Περί των της …   Dictionary of Greek

  • παναρέτως — πανάρετος model of all virtue adverbial πανάρετος model of all virtue masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάρετον — πανάρετος model of all virtue masc/fem acc sg πανάρετος model of all virtue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναρέτου — Πανάρετος model of all virtue masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρέτου — πανάρετος model of all virtue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναρέτους — Πανάρετος model of all virtue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρέτους — πανάρετος model of all virtue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναρέτων — Πανάρετος model of all virtue masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”